παρακοινωνός

παρακοινωνός
ο
(νομ.) το άτομο στο οποίο παραχωρεί κάποιος ένα μέρος ή το σύνολο τών μετοχικών του δικαιωμάτων σε μια εταιρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κοινωνός. Η λ., στον πληθ. παρακοινωνοί, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακοινωνία — η (νομ.) σύμβαση μεταξύ εταίρου, μέλους ορισμένης εταιρείας, και τρίτου, μη εταίρου, δυνάμει τής οποίας ο τρίτος μετέχει, διά τού εταίρου, στην εταιρεία δίχως να είναι μέλος της και ο τρίτος, δηλ. ο παρακοινωνός, καθίσταται έτσι συνεταίρος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”